2012-06-11

Βιβλιοθηκονόμος: Η γνήσια μηχανή αναζήτησης

Πολύ συχνά μέσα από τις αναρτήσεις μου έχω αναφερθεί στη λάθος εικόνα που επικρατεί για τους βιβλιοθηκονόμους και τους επιστήμονες της πληροφόρησης στη χώρα μας. Σε όλες τις αναφορές μου, απ’ όσο θυμάμαι, έχω θίξει το πόσο λάθος εικόνα έχουν τόσο οι εκτός του κλάδου όσο και εμείς οι ίδιοι για το ρόλο και το έργο μας. Προχθές είχα βγει για ένα καφέ με συναδέλφους και για άλλη μια φορά αναφέρθηκα σ’ αυτή μου την άποψη. Το αποτέλεσμα;

Παρά τις φορές που έχω προσπαθήσει να τους πείσω για το ποιος είναι ο ρόλος μας, μέχρι σήμερα (σχεδόν 7 χρόνια μετά την αποφοίτησή μας) ακόμα δυσκολεύονται να περιγράψουν το ρόλο μας και να τον υπερασπιστούν απέναντι σε τρίτους. Και όχι, δεν κατηγορώ μόνο τους συναδέλφους, μιας και οι εργοδότες μας είναι οι πρώτοι οι οποίοι μας εγκλωβίζουν σ’ ένα ρόλο που δεν μας αναλογεί. Πολλοί από εμάς, αξιοποιούμε μόνο ένα μικρό μέρος των δεξιοτήτων μας στο πλαίσιο της δουλειάς μας κι αυτό γιατί, δυστυχώς, πολλές ελληνικές βιβλιοθήκες δεν έχουν υιοθετήσει το ρόλο που θα έπρεπε να έχουν στον 21ο αιώνα.

Και μπαίνω στη διαδικασία να σκεφτώ “τι είναι αυτό που κάνει επιστήμονες του κλάδου, μετά από 5-6 χρόνια εργασίας σε βιβλιοθήκες να μην μπορούν να προσδιορίσουν το ρόλο τους;” Και η πρώτη απάντηση έρχεται ακαριαία να με χτυπήσει στο δόξα πατρί! Μα φυσικά! Δεν έχουμε την κουλτούρα των βιβλιοθηκών μέσα μας. Οι σχολές βιβλιοθηκονομίας είναι ο ορισμός τμημάτων στα οποία οι απόφοιτοι λυκείου βρίσκονται κατά τύχη (μιας και είναι πολύ λίγα τα τμήματα ΤΕΙ του Α΄ πεδίου, για τις σχολές του οποίου διαγωνίζονται οι υποψήφιοι μαθητές της θεωρητικής κατεύθυνσης). Μπορεί να έχουν αλλάξει κάπως τα πράγματα τα τελευταία 6 χρόνια που είμαι εκτός σχολής, πριν από 10, όμως, όταν μπήκα στο τμήμα, ήταν ελάχιστοι οι συμφοιτητές μου που γνώριζαν τι αντικείμενο έχει η σχολή και ακόμα λιγότεροι όσοι είχαν μπει από επιλογή. Και γιατί συνέβαινε αυτό; όχι γιατί η επιστήμη της πληροφόρησης δεν είναι ελκυστική αλλά γιατί η κουλτούρα της βιβλιοθήκης δεν καλλιεργείται μέσα από την εκπαίδευση.

Αφορμή για να αναφερθώ σε όλα αυτά, ήταν το σημερινό άρθρο της Susan Elkin στο blog του Independent. Η εισαγωγή του άρθρου σύμφωνα με το οποίο “Τα βιβλία είναι για την εκπαίδευση ό,τι ο αέρας και το νερό για τη ζωή. Κάθε παιδί χρειάζεται πρόσβαση στην έντυπη λέξη και πολλή ενθάρρυνση για να την εξερευνήσει προκειμένου να αναπτυχθεί σωστά”, με έκανε να προβληματιστώ αρκετά. Και ο λόγος νομίζω ότι είναι προφανής. Βρισκόμαστε σε μια οικονομική συγκυρία στην οποία δεν είναι δεδομένο όχι το βιβλίο αλλά ούτε η τροφή για όλα τα παιδιά της χώρας. Στην εποχή όπου η πρόσβαση στα απαραίτητα γεύματα και στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη δεν μπορεί να είναι δεδομένα, κατανοούμε όλοι πως η παιδεία και η εκπαίδευση γίνονται είδος πολυτελείας. Η επόμενη πρόταση του άρθρου, ακόμα πιο επίπονη για τον Έλληνα αναγνώστη: “Γι’ αυτό, ίσως εκπλαγείτε μαθαίνοντας πως πολλά σχολεία δεν έχουν βιβλιοθήκη ή βιβλιοθηκονόμο – που μοιάζει εξ’ ορισμού αντιφατικό. Πώς μπορεί ένας οργανισμός του οποίου ο λόγος ύπαρξης είναι η μάθηση να μην έχει βιβλιοθήκη; Είναι σαν ένα εστιατόριο χωρίς κουζίνα ή ένας ζωολογικός κήπος χωρίς καθόλου ζώα”.

Στην Αγγλία η “Κοινωνία των Συγγραφέων” (Society of authors) έχουν συντάξει μια νομική απαίτηση προτείνοντας την με νόμο υποχρέωση των σχολείων να έχουν βιβλιοθήκες. Και το άρθρο και η κίνηση των συγγραφέων απευθύνονται στη δημόσια διοίκηση μιας χώρας όπου απλά “πολλά” σχολεία δεν έχουν βιβλιοθήκες. Και από την άλλη, στην δική μας χώρα, στη χώρα που οι τέχνες κι οι επιστήμες άνθιζαν όταν οι άλλοι “καβαλούσαν τα δέντρα κι έτρωγαν βελανίδια”, κατά την προσφιλή / λαοφιλή έκφραση, οι σχολικές βιβλιοθήκες αποτελούν φωτεινές εξαιρέσεις και μάλιστα γίνεται μεγάλος αγώνας από την κεντρική εξουσία να απαξιωθούν ή και να εξαλειφθούν τελείως.

Και καταλαβαίνω πως όταν δεν μπορούμε να ικανοποιήσουμε πλέον τις στοιχειώδης υποχρεώσεις του κράτους (όπως είναι η εξασφάλιση της διαβίωσης και της υγείας των πολιτών) η εκπαίδευση δε θα γίνει πρώτη προτεραιότητα. Δε λέω πως συμφωνώ με την αντιμετώπιση, λέω, όμως, ότι κατανοώ την οπτική των υποστηρικτών της. Ο λόγος που διαφωνώ, βρίσκεται εν πολλοίς και στο προηγούμενο άρθρο “Η ενίσχυση των βιβλιοθηκών δρόμος για την ανάπτυξη”. Τώρα έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη να προσφέρουμε πληροφορίες στο κοινό. Και τώρα είναι που η πληροφόρηση πρέπει να γίνει όπλο στα χέρια των πολιτών ώστε να βγούμε όχι μόνο από την οικονομική αλλά και από την κοινωνική και πνευματική κρίση που μάς μαστίζει. Και η γνώση είναι το μόνο όπλο για την ανάπτυξη. Απόδειξη γι’ αυτό είναι και το πώς το Knowledge management γίνεται το απόλυτο trend σε κολοσσιαίες επιχειρήσεις, έτσι ώστε να μη χάνεται καμιά πληροφορία και να μη χρειάζεται να γίνονται διαρκείς επενδύσεις στα ίδια πράγματα. Αυτή, όμως, είναι μια κουλτούρα που δεν έχει αναπτυχθεί στη χώρα μας (ή τουλάχιστον όσο είναι απαραίτητο ή και επιθυμητό).

Καταρτίζονται κοντόφθαλμες εθνικές πολιτικές βιβλιοθηκών στο πλαίσιο εξ’ ίσου κοντόφθαλμων εκπαιδευτικών συστημάτων, επιλέγοντας πάντα τις φθηνότερες λύσεις και όχι αυτές που μεσο-μακροπρόθεσμα θα είναι σε θέση να αποδώσουν τα οικονομικά μέγιστα. Βέβαια, σε χαλεπούς καιρούς, όπως αυτοί που ζούμε, η πληροφόρηση αποτελεί δύναμη για όποιον την κατέχει και ο καλά πληροφορημένος πολίτης είναι επικίνδυνος για το, όπως όλα δείχνουν, σαθρό πολιτικό στερέωμα. Συνεπώς, αναρωτιέμαι κατά πόσον η επιλογή των προαναφερθέντων πολιτικών οφείλεται σε αδυναμία για κάτι καλύτερο ή σε στρατηγική κίνηση προς την επίτευξη προδιαγεγραμμένων στόχων.

Επειδή, όμως, και αυτή η ανάρτηση βλέπω πως ξεπέρασε σε έκταση τις αρχικές μου προσδοκίες, θα σταματήσω κάπου εδώ, προσφέροντάς την σ’ εσάς ως τροφή για σκέψη και ως αφορμή για τα πάντα ευπρόσδεκτα σχόλιά σας.

Καλό μας ξημέρωμα!

Δεν υπάρχουν σχόλια: